- σκριπτ
- (I)το, Νάκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ. τής φρ. subscription receipt «απόδειξη εγγραφής»].————————(II)ο, Νάκλ. μέλος τού βοηθητικού προσωπικού τού σκηνοθέτη κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας, που καταγράφει τις λεπτομέρειες τις σχετικές με το γύρισμα τών σκηνών και εκτελεί χρέη γραμματέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. script < λατ. scriptum, ουδ. τής μτχ. scriptus τού ρ. scribo «γράφω»].
Dictionary of Greek. 2013.