σκριπτ

σκριπτ
(I)
το, Ν
άκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ. τής φρ. subscription receipt «απόδειξη εγγραφής»].
————————
(II)
ο, Ν
άκλ. μέλος τού βοηθητικού προσωπικού τού σκηνοθέτη κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας, που καταγράφει τις λεπτομέρειες τις σχετικές με το γύρισμα τών σκηνών και εκτελεί χρέη γραμματέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. script < λατ. scriptum, ουδ. τής μτχ. scriptus τού ρ. scribo «γράφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”